Η αξιοπρέπεια της Χάνα
Εχω βουλιάξει ανάσκελα στον καναπέ, με τον δεξί πήχυ να πιέζει τα μάτια μου κλειστά και το αριστερό χέρι να παίζει πιάνο στο στέρνο μου και σκέφτομαι. Όχι, δεν με βασανίζουν λογαριασμοί και λοιπές υποχρεώσεις. Προσπαθώ να καταλάβω με ποια λογική επιλέγονται οι ελληνικοί τίτλοι στις ξένες ταινίες. Πώς γίνονται οι συσχετισμοί αν δεν κολλάει η απλή μετάφραση του τίτλου. Φαντάζομαι τον τύπο που αναφώνησε σε αίθουσα meeting «Το βρήκα! Θα το πούμε “Σφραγισμένα Χείλη”». Υποψιάζομαι δε πως έχει σκύλο που τον λένε Ρεξ ή Αζόρ. Όνομα τόσο εμπνευσμένο όσο και η ιδέα του στη σύσκεψη. Και πιάνω τον εαυτό μου να παίζει την κολοκυθιά. Και πώς να το πούμε; Μια καλή πρόταση είναι να το αφήσεις όπως έχει: «The Reader». Μα δεν ξέρουν όλοι αγγλικά. Ορθόν και ίσως τελικά υπερβάλλω. Δεν έχω κάτι σοβαρό να αντιπροτείνω, πολύ απλά γιατί δεν ξέρω από πού να πιαστώ.
Σαφέστατα δεν πρόκειται για μία ταινία που εστιάζει στην δράση των SS και τους Εβραίους. Αν θες να σταθείς στα ιστορικά γεγονότα, βλέπεις κάτι άλλο. Βλέπεις την «Λίστα του Σίντλερ» ή το «My mother’s courage». Όπως και να έχει, σίγουρα απορείς με την απάθεια της Χάνα μπροστά στην αίσθηση του καθήκοντος, αλλά και την συναισθηματικά αποστειρωμένη αντίληψη αυτού. Η ερώτηση «και τι έπρεπε να κάνω;» έχει λογική βάση αν πίσω από εκείνην δεν μυρίζεις την σάρκα που καίγεται στο κλειδωμένο ξωκλήσι. Κι εγώ την μυρίζω αλλά δεν σοκάρομαι. Κι αυτό, γιατί η υποχρέωση ως αντικειμενικά ηθικό αξίωμα δεν διαφέρει και τόσο από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Χόπκινς τον θάνατο του πατέρα του στο «Απομεινάρια μιας μέρας».
Την αγάπησα εκείνη την ταινία. Με την ένταση που έχει το μίσος. Γιατί αγανακτείς από το πώς εξελίσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Συνειδητοποιείς πως τελικά δεν είμαστε τα πάθη μας. Είμαστε οι επιλογές απέναντι σε αυτά. Είμαστε η προτεραιότητα που τους δίνουμε. Και το «The Reader» υπενθυμίζει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Μόνο που στην προκειμένη ταινία, το πάθος φιλτράρεται από την αξιοπρέπεια με την κοινωνική και συναισθηματική της διάσταση, ενώ διατηρεί την πίκρα, την ευαισθησία και τον ερωτισμό που συναντώνται στα «Χρόνια της αθωότητας». Γιατί, σκεφτείτε, υπάρχει τίποτα πιο αισθησιακό από το να ακούς την φωνή του αγαπημένου σου καθώς σου διαβάζει λογοτεχνία;
Κατεβάζω τον πήχυ από το πρόσωπό μου και νιώθω τα μάτια μου να πονάνε από την πίεση. Αλλά βρίσκω πιο επίπονη την προσπάθειά μου να με τοποθετήσω στην θέση της Χάνα. Ξέρω τι θα έπρεπε να κάνω, τι θα ήταν πιο σωστό. Δεν γνωρίζω όμως αν τελικά θα το έπραττα. Βλέπετε, η ντροπή μπροστά στην αποκάλυψη ενός μυστικού είναι κάτι το οποίο δεν μετριέται. Δεν υπάρχει κλίμακα κοινώς αποδεκτή. Η ντροπή είναι συνάρτηση των αξιών μας. Και αυτή την στιγμή, η μοναδική συνάρτηση που μπορώ να σκεφτώ αφορά την δειλία και την αφοσίωση μπροστά στην σιωπή. Την σιωπή του Michael φυσικά. Πότε θεωρείσαι δειλός και πότε σέβεσαι την επιθυμία του άλλου, αν πρέπει να αποφασίσεις αν θα τον βοηθήσεις προδίδοντας κάποιο μυστικό του; Αν καταφέρω να απαντήσω σε αυτό, τότε θα έχω βρει και τον κατάλληλο ελληνικό τίτλο για το «The Reader».