Πριν περίπου έναν χρόνο, είχα γράψει στο twitter πως η νύχτα θα έπρεπε να χορηγείται με συνταγή γιατρού. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η αφορμή για αυτό το tweet. Θα μπορούσε όμως να σταθεί ως σύντομη και αξιοπρεπής περίληψη των αμέτρητων απελπισμένων βραδιών κι εξαντλημένων πρωινών, τους τελευταίους έντεκα μήνες. Αν και για να είμαι απολύτως ειλικρινής, το είδωλό μου στον καθρέφτη μετά από δύο και τρεις μέρες συνεχούς αϋπνίας δεν πλησίαζε στο ελάχιστο τα όρια της αξιοπρέπειας. Εγώ όμως πλησίαζα με σταθερά βήματα προς την εξάντληση. Μου το φώναζε το σώμα μου σε κάθε μου κίνηση, αλλά το αγνοούσα σαν να επρόκειτο για κάποιον ξένο, κάποιον τρίτο, κάτι που δεν με αφορά. Είναι αυτή η ανθρώπινη λανθάνουσα αλαζονεία που σε κάνει να κρατάς αποστάσεις από ό,τι σε φθείρει. Δείτε για παράδειγμα, την στάση μας απέναντι στον θάνατο. Τον αντιμετωπίζουμε ευκολότερα μέσα από το πρίσμα του εξωτερικού παρατηρητή, ενώ επιτρέπουμε με δυσκολία να μας συστηθεί μες στο μυαλό μας σε πρώτο πρόσωπο.
Δεν ξεφεύγω από το θέμα. Η μακροχρόνια αϋπνία είναι σαν ένας μικρός θάνατος. Πεθαίνει πρώτα η διάθεση να κάνεις οποιαδήποτε δραστηριότητα. Όχι από επιλογή -απλώς δεν έχεις δυνάμεις. Κατόπιν, πεθαίνει το μυαλό σου. Ξεχνάς εύκολα και οι μόνες σκέψεις που καταφέρνουν να σχηματιστούν, αφορούν τον ύπνο. «Άραγε, θα κοιμηθώ απόψε;». Είναι μια ερώτηση που με συνόδευε κάθε βράδυ στο μπαλκόνι, ενώ προσπαθούσα να βρω ένα φως αναμμένο από τις απέναντι πολυκατοικίες. Άλλες φορές για παρηγοριά κι άλλες για να συγκεντρώσω το βλέμμα μου εκεί, μπας και υπνωτιστώ. Το δεύτερο δεν συνέβη ποτέ, γιατί όποτε έβρισκα ένα φως, πάντα έκλεινε πριν από τα μάτια μου. Σταματώ εδώ. Δεν θα σας περιγράψω τις ατέλειωτες ώρες που γυρνούσα στο κρεβάτι όπως το αρνί το Πάσχα, ούτε το ασήκωτο βάρος των ποδιών που έσερνα μετά βίας τα πρωινά μετά από τόση συσσωρευμένη κούραση. Όποιος έχει μείνει ξάγρυπνος μία φορά, ας το πολλαπλασιάσει επί έντεκα -όσοι και οι μήνες που ταλαιπωριόμουν- και θα καταλάβει.
Όλον αυτόν τον καιρό, προσπαθούσα να με πείσω να επισκεφθώ κάποια κλινική ύπνου, αλλά πάντοτε κατέληγε σαν δίαιτα. Από Δευτέρα. Τον Σεπτέμβριο πια, είχα πλέον αποκτήσει συγκάτοικο: το φάντασμα του εαυτού μου. Μαζί του, ήρθαν και οι καθημερινές ημικρανίες. Κάπως έτσι, αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να πάρω τον ύπνο στα χέρια μου.
Στην αρχή, δοκίμασα να γυμνάζομαι το βράδυ, λίγο πριν πέσω στο κρεβάτι, θεωρώντας πως η καταπόνηση του σώματος θα επηρέαζε και το πνεύμα. Ανοησίες. Μετά από μισή ώρα έντονης κωπηλασίας, ένιωθα έτοιμη να κάνω γενική καθαριότητα στο σπίτι. Ύστερα, ήρθαν οι συμβουλές φίλων: ρόφημα βοτάνων που δίνουν και στα μωρά για να ηρεμήσουν, χάπια μελατονίνης, χάπια φυτικής προέλευσης με βαλεριάνα, πασσιφλόρα, λακτούκα και βερβένα. Είχαν αποτέλεσμα μόνο για λίγες μέρες. Ο οργανισμός συνηθίζει, κατά πώς φαίνεται. Kατόπιν, σκέφτηκα να κουράσω το πνεύμα, αφού με το σώμα δεν είχα δει χαΐρι. Βιβλία, sudoku και σταυρόλεξα. Εις μάτην. Το μόνο που κατάφερνα ήταν να δακρύσουν τα μάτια.
Κάποιο βράδυ, ξαπλωμένη, με μάτια να τσούζουν μπροστά από την οθόνη του κινητού και μάγουλα βρεγμένα, είχα αναλαμπή. Μπήκα στο App Store κι έψαξα για εφαρμογή χαλάρωσης. Κατέβασα δεκάδες, τις δοκίμασα όλες, διασκεδάζοντας την αϋπνία μου, και κατέληξα: Relax Melodies. Μην ξεγελιέστε. Δεν ήρθε τόσο εύκολα η σωτηρία. Η εφαρμογή έχει τόσες επιλογές, που πέρασα αρκετά βράδια δοκιμάζοντας συνδυασμούς ήχων. Ποτάμι, ωκεανός, άνεμος, φλάουτο, βροχή, πουλιά, καταρράκτες… Η λίστα δεν έχει τέλος και το χειρότερο είναι πως οι περισσότεροι από αυτούς ξυπνούσαν την φαντασία μου, αντί να την αποκοιμίζουν. Τελικά, η λύση ήρθε μέσα από τον συνδυασμό των binaural beats και ενός preset, του «Great Companion» (τι ειρωνία).
Από τότε, έχουν περάσει 32 μέρες που αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη τα πρωινά. Τι κι αν ακόμη δεν κοιμάμαι πριν τις τρεις τα ξημερώματα; Τουλάχιστον έχω ξεχάσει πώς είναι να ψάχνεις αναμμένα φώτα στις απέναντι πολυκατοικίες.
*Αναδημοσίευση από www.protagon.gr
Leave a Reply