Selfie με τον νεκρό σου
Απολαμβάνω τις εκπλήξεις της ζωής. Ειδικά από εκείνους που δεν έχουν να προσφέρουν κανένα ίχνος της. Όπως αυτός εδώ ο κύριος μπροστά μου αυτή τη στιγμή. Δείχνει γαλήνιος αλλά σκέφτομαι ότι αυτή μου η εντύπωση είναι τουλάχιστον γελοία. Πώς μπορεί να αποπνέει γαλήνη κάποιος που δεν έχει καμιά συνείδηση πια; Κάποιος που έπαψε να υπάρχει, ή τέλος πάντων, το πνεύμα του δεν είναι παρόν, εξ όσων αντιλαμβάνομαι. Κατά τ’ άλλα η σάρκα του παραμένει ακμαία – όσο του επιτρέπει η συντήρηση από το γραφείο κηδειών.
Ομολογώ ότι έκανε καλή δουλειά, δεδομένων των συνθηκών. Το δέρμα του παραμένει θαμπό, ο ήλιος το χτυπά αλλά δεν αντανακλά τις ακτίνες του. Σαν να τις απορροφά η απουσία της ζωής. Είναι λευκός, σαν Ιαπωνέζα αυτοκράτειρα κι έχει ένα μειδίαμα που δεν ξέρω αν κοροϊδεύει τους ζωντανούς ή τον θανατο που τον βρήκε. Το ριγέ του κοστούμι είναι αψεγάδιαστο. Δεν υπάρχει ζάρα που να μαρτυρά κάποια κίνηση, όπως ακριβώς το μέτωπό του. Είναι τσίτα, σαν να έκανε από μικρός ενέσεις bottox ή να μην βίωσε ποτέ του κάποια μεγάλη έκπληξη στη ζωή του, κάποια μεγάλη συγκίνηση, βρε αδερφέ. Γιατί ναι, όλα αυτά σου αφήνουν κάποιο σημάδι. Κι αν όχι επιδερμικά, τουλάχιστον μέσα σου.
Αυτός όμως δεν δείχνει τίποτα παρά μόνο ό,τι είναι ήδη. Ένας νεκρός στο φέρετρό του. Με τα καφέ σημάδια της ηλικίας στο δέρμα του σαν λασπωμένες πατημασιές σε λευκά πλακάκια και το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του σαν λεκές από κέτσαπ στο πάτωμα.
Παρόλη τη γλαφύρη περιγραφή μου όμως, δεν είναι παρά ένας άγνωστος νεκρός στο timeline μου. Ένας νεκρός στο φέρετρό του που τον κλαίει ο εγγονός του κι από κάτω τον κλαίνε χίλιοι δυο άγνωστοι στο facebook. Βλέπω αυτά τα «καλό παράδεισο» και θέλω να τους χυμήξω σαν λέαινα που προσπαθεί να προστατεύσει τα μικρά της. Πού ξέρεις καλέ μου ότι πίστευε σε παράδεισο, κόλαση κι αγίους ο συγχωρεμένος; Και ακόμα χειρότερα, πού ξέρεις ότι κάποια στιγμή όλοι οι αγαπημένοι θα συναντηθούν σε αυτό που πιστεύεις εσύ ως ιδανικό και υποσχόμενο αίσιο τέλος;
Κρατιέμαι όμως με νύχια και με δόντια. Δαγκώνω το μανίκι μου και ψάχνω στο youtube να βρω ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ του National Geographic σχετικά με μια φάρμα πτωμάτων, εκεί όπου στην ουσία μελετούν τις διάφορες συνθήκες αποσύνθεσης ενός πτώματος με τη βοήθεια δωρητών σώματος. Πιστεύω ότι είναι το πλέον αρμόζον ως απάντηση στην ανάρτηση του εξίσου αγνώστου εγγονού που έφερε τον νεκρό παππού του στο timeline μου. Παρόλα αυτά, κρατιέμαι. Ξέρω πολύ καλά πως η ανάγκη κάποιου να αναρτήσει τον νεκρό του είναι πρωτίστως εσωτερική, που απλώς βρήκε διέξοδο τώρα με την άνθηση των social media. Στο facebook που ο κόσμος μοιράζεται τα πάντα για τη ζωή του, δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της ζωής από τον θάνατο. Και η σκέψη ότι κάποια στιγμή ίσως ξεπηδήσει στο timeline μου κάποιος γνωστός για τον οποίο νοιάζομαι αλλά ποτέ δεν κράτησα την στενή επαφή που θα ήθελα εν ζωή, κάνει τα δάχτυλά μου να απομακρύνονται από το πληκτρολόγιο. Θα μας ενώσει ο θάνατος κι ας είναι εν αγνοία του ενός. Καλά σκουλήκια.