Το διακοσμητικό γούστο της -όχι και τόσο- συμπαθούς τάξης των ταξιτζήδων είναι γνωστό. Εικαστικές παρεμβάσεις που όλοι έχουμε λατρέψει. Παναγίτσες, Χριστούληδες, ματάκια, ασημένια σκορδάκια, ξεχαρβαλωμένα σκυλάκια που κάνουν φραπέ τον λαιμό τους, αιωρούμενα αρωματικά δεντράκια κι άλλα τέτοια χαριτωμένα.
Κι εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα, έρχεται ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα Ιουνίου να σου υπενθυμίσει ότι there is always space for improvement. Να με συμπαθάτε για το αγγλικό. Θα φταίει αυτό που αντίκρυσα σήμερα με το που μπήκα στο ταξί για το σπίτι.
Πάνω από το ταξίμετρο, φωτογραφία αετού περήφανου σε προφίλ, με φόντο τους Δίδυμους Πύργους και μια αμερικάνικη σημαία να ανεμίζει ανάμεσά τους. Από τον καθρέφτη να κρέμεται ένα λαγοπόδαρο σε μια γκριζοπράσινη απόχρωση και κολλημένη στο ταμπλώ μια ταλαιπωρημένη φωτογραφία του Αγάλματος της Ελευθερίας. Εδώ έχουμε θέμα, σκέφτομαι. Ζυγίζω με την άκρη του ματιού μου τον ταξιτζή. Γύρω στα 50, αξύριστος, λίγο μαυρισμένος και το πρόσωπό του σκαμένο από τις ρυτίδες.
Με το που του λέω πού πάμε, το έχει σανιδώσει, τόσο που σπινιάρει κι αρχίζει να κορνάρει μανιωδώς. “Μήπως να πηγαίναμε λίγο πιο cool; Έτσι κι αλλιώς δεν βιαζόμαστε”. Τι ήθελα και το είπα. Χτύπησα bull’s eye. Γυρνάει, με κοιτάει, γουρλώνει τα μάτια του κι αρχίζει το παραλήρημα… “Α ρε girl, τι μου λες τώρα. Ξέρεις τι έχω πάθει εγώ; Ε; Ξέρεις;”. Εννοείται πως η ερώτηση ήταν ρητορική και πως δεν μου έδωσε καν τον χρόνο να προφέρω ένα “α”.
Συνέχισε απτόητος. “Έζησα στη Νέα Υόρκη, New York, μα μου έλειπε η πατρίδα, you know. Έτσι λοιπόν μια μέρα τα πούλησα όλα, fuck them all σκέφτηκα και here i am τώρα. Αγόρασα αυτό το ταξί με το που έφτασα. Good investment μου είπαν τότε. Και ξέρεις, όχι δόσεις και τέτοια. Cash, όλα cash. Και τώρα έχει χάσει την μισή του αξία, goddammit! Και πριν 4 μήνες έχασα τη sister μου. Τρακάρισμα. Αυτή πρόσεχε, ο άλλος όμως…”. Θέλω να του πω ότι λυπάμαι που το ακούω αυτό, αλλά και πάλι δεν με αφήνει να αρθρώσω κουβέντα. “Και ήταν νέα you know, young! Και άκρη δεν μπορώ να βγάλω. Too much bureaucratic shit! Είμαι κουρασμένος, fed up μ’ ακούς; Και όλα πάνε προς τα πάνω. Ακούω on the news για τις συντάξεις, it’s crazy. Το euro πήγαινε μια χαρά, αλλά την φάγανε την χώρα, οι politicians, αυτοί. Ναι αυτοί. Ακούω για μίζες, Siemens, crazy. Και κανείς δεν τιμωρείται. Goddammit!”.
Ως εδώ, σκέφτηκα. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο το ντελίριο του επαναπατρισμένου ταξιτζή. Μου φτάνουν τα δελτία των 8. Κάπως πρέπει να το ελαφρύνουμε το κλίμα κι έτσι τον ρώτησα πώς είδε τον αγώνα της Εθνικής. Η απάντησή του δεν ήταν η αναμενόμενη. “Δεν ξέρω girl. Δεν τον είδα. Δεν με ενδιέφερε, αλλά χάρηκα που το ματς με την Αγγλία ήρθε tie. ‘Cause ξέρεις, το soccer δεν είναι τόσο popular στην Αμερική”. Έμεινα έκπληκτη να τον κοιτάω. “Μα νόμιζα ότι εσείς οι ομογενείς την πονάτε την Εθνική και την Ελλάδα γενικά πολύ περισσότερο από εμάς εδώ…”. “Ω μα τι μου λες τώρα girl. Κι εγώ έτσι ήμουν όσο βρισκόμουν εκεί, αλλά τώρα… now είναι αλλιώς. Now ξέρω πώς είναι πραγματικά η Ελλάδα και λυπάμαι, it’s very sad!”. “Και γιατί δεν γυρνάτε πίσω τότε;” ρώτησα εγώ με αφέλεια. “Ααα, girl. Αν μπορούσα… αλλά δεν μπορώ. Τα πούλησα όλα, everything. Δεν έχω τίποτα εκεί. Πώς να γυρίσω; And start all over; Στην ηλικία μου; Too late. Τώρα i ‘m stuck here…”.
Δεν είπα τίποτα μετά από αυτό. Ούτε κι αυτός. Δυο λεπτά μετά είμασταν έξω από το σπίτι μου. Πλήρωσα, καληνύχτισα κι ευχήθηκα good luck. Από τότε όμως δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου την τελευταία του κουβέντα. “Stuck here”. Αυτό είμαστε. Κολλημένοι εδώ, κι άντε να βρούμε τρόπο να ξεκολλήσουμε. Κι εμείς κι η χώρα.
Leave a Reply