Στηρίζομαι με τους αγκώνες μου πάνω στο πλυντήριο. Σε στάση ανάρμοστη. Έχω ρίξει όλο το βάρος μου επάνω του. Τόσο που θαρρείς θα τρυπήσουν οι αγκώνες μου το καπάκι και ο κάδος θα γδάρει το δέρμα μου μέχρι να φανεί το κόκαλο καθώς στροβιλίζει κατά το στύψιμο. Ακόμη κι αυτό να συμβεί όμως δεν πρόκειται να το καταλάβω. Νυστάζω και η αλήθεια είναι πως το κούνημά του με νανουρίζει. Αλλά δεν κρατάει για πολύ. Η πλύση τελειώνει, μαζί και το γλυκό χουζούρι μου. Τι τα θέλετε; Το πλυντήριο είναι σαν τον άνδρα. Μπορείς να βασιστείς πάνω του, καθαρίζει για πάρτη σου, μα την ώρα που είσαι έτοιμη να αφεθείς στο έλεός του, εκείνο τελειώνει πριν από σένα.
Να τελειώνουμε, ναι. Αυτό θέλω. Να πατήσω pause στην νύστα και ταυτόχρονα fast forward στις γιορτές. Το ίδιο επιθυμώ κι όταν με παίρνει η μάνα τηλέφωνο. Το πνεύμα των Χριστουγέννων έχει μεθύσει τις συνήθεις ανησυχίες της. Δεν ρωτά αν τρώω ή αν έχω λεφτά, μα αν στόλισα κι αν θα περάσω μόνη μου αυτές τις μέρες. Βουρκώνω. Όχι από το ενδιαφέρον της αλλά από το χασμουρητό. Εκείνη μιλάει ακόμη. Δεν ακούω τίποτα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα παιδάκια που έρχονται να σου πουν τα κάλαντα. Δεν τσεκάρεις αν γνωρίζουν τους στίχους, αλλά εύχεσαι να τελειώσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να τους δώσεις αδιάφορα κάτι ψιλά και να γυρίσεις στη δουλειά σου.
Γυρνάω κι εγώ στο σαλόνι και πλησιάζω την μπαλκονόπορτα. Τραβάω λίγο την κουρτίνα. Τα απέναντι μπαλκόνια είναι η χαρά του Φωτόπουλου. Κάπου εκεί συνειδητοποιώ τον λόγο για τον οποίο πρέπει να διατηρείς καλές σχέσεις με τους γείτονές σου. Για να έχεις την άνεση τέτοιες μέρες να τους ζητήσεις να σβήσουν τα λαμπιόνια στο μπαλκόνι τους το βράδυ ώστε να μπορέσεις να κοιμηθείς. Κάνω στροφή και κοιτώ το σαλόνι μου. Τι να τα κάνω τα στολίδια; Ας πούμε πως απέναντι έχουν Χριστούγεννα και το διαμέρισμά μου παίζει τον ρόλο της φάτνης. Ένας μικρός στάβλος. Ρούχα πάνω στην πολυθρόνα, χαρτιά παντού και ο Νταλί στον τοίχο να κοιτά τις καλλιτεχνίες μου που έχουν πέσει στο πάτωμα. “Όχι μάνα δεν θα στολίσω, αλλά μην ανησυχείς, είμαι μέσα στο πνεύμα των ημερών”.
Εκείνη συνεχίζει ακάθεκτη να μιλάει. Εγώ πάλι δεν βλέπω μπροστά μου από το χασμουρητό. Κυριολεκτικώς. Σκοντάφτω στο τραπεζάκι του σαλονιού και αμέσως από την άκρη της γλώσσας μου κρέμονται κάμποσοι άγιοι. Και θυμάμαι πως δεν έχω τζάκι να κρεμάσω κάλτσες για να μου βάλει ο Άγιος Βασίλης μέσα τα δώρα. Δεν πειράζει. Παριστάνω εγώ το τζάκι και φοράω κάτι πολύχρωμες κάλτσες που αγκαλιάζουν τα μπούτια μου. Κουτσαίνοντας, σέρνομαι ως την κρεβατοκάμαρα για να πάρω την απλώστρα. Το δωμάτιο έχει ένα γλυκό κόκκινο φως λες και βρίσκεσαι σε κάποιο μοτέλ στο Σικάγο. Το κρεβάτι μού κλείνει το μάτι κι εμένα μου κλείνουν και τα δύο από την νύστα. Σκέφτομαι να απλώσω γκι πάνω στα σεντόνια, να μπω από κάτω και να παραδώσω το κορμί μου στα φιλιά του Μορφέα. “Όχι μάνα δεν θα περάσω μόνη μου αυτές τις μέρες, αλλά δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι”.
*Αναδημοσίευση από www.eyedoll.gr
Leave a Reply